- ἐμψύχῳ
- ἐμψύ̱χῳ , ἔμψυχοςhaving life in onemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμψύχω — ἐμψύχω (Α) κάνω κάτι δροσερό, ψυχρό, δροσίζω … Dictionary of Greek
ἐμψυχῶ — ἐμψυχόω animate pres subj act 1st sg ἐμψυχόω animate pres ind act 1st sg ἐμψῡχῶ , ἐμψυχόω animate pres subj act 1st sg ἐμψῡχῶ , ἐμψυχόω animate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμψυχώνω — και εμψυχώ ( όω) (AM ἐμψυχῶ, Μ και ἐμψυχώνω) 1. καθιστώ κάτι ή κάποιον ζωντανό, έμψυχο, ζωντανεύω, δίνω ζωή, επαναφέρω στη ζωή («ἐνεψύχωσε δ ὁ γλύπτας τὸν λίθον», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω, τονώνω, δίνω δύναμη, εμπνέω θάρρος («το… … Dictionary of Greek